- μαντεύτρια
- μαντ-εύτρια, ἡ,A gloss on φοιβάστρια, Sch.Lyc.1468.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαντεύτρια — και μαντεύτρα, η (AM μαντεύτρια, Μ και μαντεύτρα) βλ. μαντευτής … Dictionary of Greek
μαντευτής — ο, θηλ. μαντεύτρια και μαντεύτρα (AM μαντευτής, θηλ. μαντεύτρια, Μ και μαντεύτρα) [μαντεύω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προφητεύει τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, ο μάντης … Dictionary of Greek